- φλοιοχρωστική
- η, Νη φλοιοβαφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + χρωστική].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλοιοβαφή — η, Ν χρωστική ύλη από τον φλοιό τής δρυός ή άλλων δένδρων, αλλ. φλοιοχρωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + βαφή] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek